διακαές

διακαές
διακαής
burnt through
masc/fem voc sg
διακαής
burnt through
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιτυχία — η (AM ἐπιτυχία) [επιτυχής] αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.) μσν. σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”